- παραλογιστικός
- παραλληλ-ιστικός, ή, όν,A fallacious, Arist.Rh.1367b4 ; given to fallacious reasoning, Id.SE172b3, Jul.Or.7.216a. Adv.
-κῶς Poll.9.135
; gloss on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς Poll.9.135
; gloss on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραλογιστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικός — ή, ό, ΝΑ [παραλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός τού παραλογισμού 2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. επίρρ... παραλογιστικῶς Α με παραλογιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
παραλογιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή γίνεται με παραλογισμό: Δεν πείθονται οι λογικοί άνθρωποι με παραλογιστικά επιχειρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογιστικά — παραλογιστικός neut nom/voc/acc pl παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc/acc dual παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικόν — παραλογιστικός masc acc sg παραλογιστικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικοῖς — παραλογιστικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικοί — παραλογιστικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικούς — παραλογιστικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικῆς — παραλογιστικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστική — παραλογιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιστικήν — παραλογιστικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)